Το γραφείο του πρωθυπουργού. Προσοχή στο καλάθι των αχρήστων με την ... πλαστική σακούλα. |
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, μετά την επιθετική δήλωση του πρωθυπουργού προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την περασμένη Παρασκευή, η κυβέρνηση δείχνει να επανέρχεται στο σχέδιο που ήδη απέτυχε και επιχειρεί ξανά να θέσει το ζήτημα σε πολιτική βάση. Δεν χρειάζεται σοφία για να μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί ότι η στάση της κυβέρνησης οφείλεται στην απελπισία της. Δοκίμασε την πατροπαράδοτη μέθοδο «δίνουμε λόγια, δώστε λεφτά», αλλά νομίζω το έκανε από αμηχανία, επειδή κάτι έπρεπε να κάνει και, τέλος πάντων, δεν μπορούσε να μένει στήλη άλατος.
Αυτό το παιχνίδι όμως τελείωσε για τους εταίρους: το ευρώ δεν είναι χαβαλές και, προφανώς, το κόστος του εμπαιγμού της Ευρωζώνης από ένα μέλος της που αρνείται να συμμορφωθεί με τους γενικούς κανόνες δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον· γι’ αυτό και κλείνουν τη στρόφιγγα της ρευστότητας. Οτι οι εταίροι σκληραίνουν τη στάση τους είναι ένδειξη –καλύτερα, προειδοποίηση– ότι δεν έχουν σκοπό να διαιωνίζουν την ύπαρξη μιας τρύπας στο σύστημα, έστω και αν αυτή λέγεται Ελλάδα και αγωνίζεται στο όνομα του μέλλοντος όλων των λαών της Ευρώπης. Μέσα σε ένα μήνα μόλις, η κυβέρνηση Τσίπρα βρέθηκε στη θέση της κυβέρνησης Σαμαρά και μάλιστα με πολύ μικρότερα περιθώρια ελιγμών. Το δίλημμα, λοιπόν, που τίθεται για την κυβέρνηση έχει ως εξής: ή με τους εταίρους, τα λεφτά τους και τους όρους τους ή χωρίς τους όρους τους, χωρίς τα λεφτά τους και χωρίς τους εταίρους. (Το τελευταίο ίσως ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι: ούτως ή άλλως, για τα λεφτά τους τους θέλαμε και πάντα τους αντιμετωπίζαμε με την πλαστή και εύθικτη ανωτερότητα του μειονεκτούντος...)
Τι μπορεί να μας σώσει από τη λάθος απάντηση, στην οποία μπορεί να μας σπρώξει η πληγωμένη περηφάνια; Πάντως όχι η δεδηλωμένη και ομολογημένη αγάπη του κ. πρωθυπουργού για την Ευρώπη. («Αγαπώ την Ευρώπη και δεν θέλω Grexit», ήταν η σχεδόν σπαρακτική δήλωση του Αλ. Τσίπρα την περασμένη Παρασκευή.)
Ο πρωθυπουργός μπερδεύει δύο πράγματα και αυτό είναι αναμενόμενο και εν μέρει κατανοητό εκ μέρους του. Η Ευρώπη που αγαπά είναι η Ευρώπη που καταναλώναμε ως προϊόν στα χρόνια της πλαστής ευμάρειας με τα δανεικά. Η Ευρώπη την οποία βλέπαμε στις διήμερες ή τριήμερες «αποδράσεις». (Και η εποχή της αστακομακαρονάδας επέβαλε τη δική της πολιτική ορθότητα στη γλώσσα...) Η Ευρώπη που, ακόμη και όταν ταξιδεύαμε σε αυτήν, τη βλέπαμε μέσα από την απόσταση ασφαλείας της μικρής Ελλάδας που μεταφέραμε μέσα μας και γύρω μας. Ηταν μια Ευρώπη χρήσιμη κυρίως ως ένα ωραίο σκηνικό για τον δικό μας μικρόκοσμο. Χρήσιμη, επίσης, για να ψωνίζουμε ωραία πράγματα, να ψωνίζουμε στυλ και ενίοτε τίποτε ιδέες, εφόσον μας βόλευαν.
Αυτή η Ευρώπη –η Ευρώπη με την οποία είχαμε μια, κατά βάση, «καταναλωτική» σχέση– δεν ξέρω στ’ αλήθεια πόσο μας ωφέλησε. Είναι αξιοσημείωτο ότι, στα χρόνια της συμμετοχής μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η γλωσσομάθεια στις νεότερες γενιές αυξήθηκε, το Erasmus έδωσε την ευκαιρία στα παιδιά να δουν πώς λειτουργεί έξω η Ανωτάτη Παιδεία, επίσης αυξήθηκε εντυπωσιακά ο αριθμός των νέων που σπουδάζουν έξω, αλλά και εκείνων που απλώς ταξιδεύουν για αναψυχή με μια άνεση αδιανόητη για την μόλις προηγούμενη γενιά. (Π.χ., ποιος φανταζόταν προ τριακονταετίας ότι στις μέρες μας κάθε επαρχιακό σχολείο θα είχε τη δυνατότητα να κάνει την πενθήμερη στη Ρώμη;) Μας άλλαξαν καθόλου αυτά τόσα χρόνια; Κρίνοντας από τη σταθερά αυξανόμενη δύναμη του εθνολαϊκισμού που βλέπουμε όλοι να συμβαίνει, ας μου επιτραπεί να αμφιβάλω. Οπως και αν έλθουν τα πράγματα όμως, αυτή η Ευρώπη, στην οποία θα μπορούμε να σβήνουμε τη δίψα μας για κατανάλωση, θα υπάρχει για πάντα. Με τη διαφορά, βέβαια, ότι στην Ελλάδα της δραχμής αυτοί που θα την απολαμβάνουν θα είναι πολύ λιγότεροι. Επομένως, ο πρωθυπουργός μπορεί να αγαπά όσο θέλει την Ευρώπη ― η αγάπη του είναι αβλαβής για αμφότερες τις πλευρές.
Το Grexit όμως αφορά μία Ευρώπη από την οποία μας χωρίζει πραγματικό χάσμα, το οποίο τελευταία πλαταίνει κιόλας. Πρόκειται για την Ευρώπη ως πολιτική ενότητα, δηλαδή με κοινούς κανόνες που τείνουν προς ένα κατά το δυνατόν κοινό σύστημα διακυβέρνησης. Αυτή είναι η μόνη εκδοχή στην οποία μπορεί να υπάρξει μια ενωμένη Ευρώπη, αφού εκ των πραγμάτων ούτε ευρωπαϊκή εθνότητα μπορεί να υπάρξει ούτε κοινή γλώσσα. Με αυτήν την Ευρώπη –που η πορεία της εξαρτάται από την επιτυχία του σοβαρότερου έως τώρα εγχειρήματός της, του ευρώ– είναι φανερό ότι έχουμε μεγάλο πρόβλημα, μεγαλύτερο από όσο τολμάμε να αναγνωρίσουμε. Και το μόνο που θα μπορούσε να μας γλιτώσει από την ολέθρια επιλογή της απομόνωσης θα ήταν μια κυβέρνηση οικουμενική, με τη δυνατότητα να περάσει τα αναγκαία μέτρα για την ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αν φθάσουμε σε αυτό το σημείο, παραδόξως η λύση πράγματι θα εξαρτάται αυτή τη φορά από την αγάπη του Αλ. Τσίπρα – για τη χώρα του όμως, όχι για την Ευρώπη.
Της κάνει εντύπωση
Βασιζόμενη στη διεθνή εμπειρία της, η Ελενα Παναρίτη, σύμβουλος του Γ. Βαρουφάκη, προέβη σε μια σπονδή στη χαριτωμένη αφέλεια, λέγοντας τα εξής αξιομνημόνευτα: «Εγώ ως οικονομολόγος η οποία έχει βρεθεί σε δανειοδοτική θέση, δηλαδή εγώ έδινα επί 15 χρόνια δάνεια σε χώρες, δεν έχω συμπεριφερθεί με τέτοια απαξίωση σε πελάτη μας, η οποία είναι η χώρα στην οποία δίνουμε δάνεια. Μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση αυτός ο τρόπος». Δεν θα έπρεπε να της κάνει ούτε καν εντύπωση, πόσο μάλλον τρομερή. Διότι συγκρίνει τη συμπεριφορά της ως υπαλλήλου της Διεθνούς Τραπέζης με τη συμπεριφορά εκείνων που έχουν την ευθύνη να διαχειρίζονται τα χρήματα των λαών τους. Δεν πειράζει, όμως, αν λέει πότε πότε η Ελενα και καμιά ελαφρότητα. Σημασία έχει ότι, παραμένοντας το ίδιο αφελής έπειτα από έξι χρόνια επαφής με την ελληνική πραγματικότητα, αποδεικνύει ότι είναι η γνησιότερη οπαδός του κακορίζικου Γιωργάκη – κι αυτό προσωπικώς πολύ με συγκινεί...
Του Στ. Κασιμάτη από την Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου