Ενθύμιο ακόμη μιας κατάληψης της Νομικής. |
Το πιο διαφωτιστικό κείμενο για όποιον ενδιαφέρεται να καταλάβει τι είναι ακριβώς η κυβέρνηση που έχουμε σήμερα είναι η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Αλέκου Φλαμπουράρη (ο παππούς Αλέκος της κυβέρνησης) στη Μαρία Κατσουνάκη, στην «Καθημερινή» της Κυριακής.
Οι αντιφάσεις του και η φυσικότητα (σχεδόν αθωότητα) με την οποία τις εκφέρει, η μποέμικη αντίληψη για τη ζωή και η ταυτόχρονη θρησκευτική προσήλωση σε παρωχημένα κομμουνιστικά θέσφατα, η άγνοια της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και η ανατολίτικη νωχέλεια των τρόπων, όλα αυτά περιγράφουν τη φύση της σημερινής κυβέρνησης, ως προς το σκέλος του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ)―διότι οι ΑΝΕΛ είναι διαφορετικό φρούτο. Η προσωπικότητα του παππού Αλέκου, έτσι όπως προκύπτει αβίαστα στη συνέντευξη, είναι η απάντηση στο ερώτημα: τι είδους άνθρωποι μας κυβερνούν;
«Δεν πέρναγε από το μυαλό μας ούτε σαν όνειρο», ομολογεί σε σημείο της συνέντευξης όπου προσπαθεί να εξηγήσει ό,τι ο ίδιος ονομάζει «ψυχολογική κατάσταση». (Εννοεί της εξουσίας, αλλά πώς να το πει;). Είναι σχήμα λόγου, βέβαια, ο τρόπος με τον οποίο απαντά, αλλά εκφράζει κατά πολύ την πραγματικότητα.
Ο παππούς Αλέκος λέει την αλήθεια και τη λέει απλά. Ο τρόπος που την καταλαβαίνω εγώ, αν μου επιτρέπετε, έχει ως εξής: Ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) διεκδίκησε την εξουσία με αξιοθαύμαστη -το λέω ειλικρινά- επιμονή· με ορμή ακατάβλητη από ήττες, ξεφτίλες και απογοητεύσεις. Ολα αυτά, χωρίς να έχει περάσει από το μυαλό τους ούτε σαν όνειρο ότι ίσως κάποια στιγμή κυβερνήσουν. Και μάλιστα, να κυβερνήσουν σε περίοδο χρεοκοπίας του κράτους, όταν οι ίδιοι όλο τον προηγούμενο καιρό ήσαν η αντιπολίτευση, όχι ένα περιστασιακό κομματίδιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Είναι επόμενο, λοιπόν, μέσα στη δοκιμασία της πραγματικότητας, να βλέπουμε μια «πρώτη φορά Αριστερά»-κυβέρνηση, που στέκεται στον ρόλο της με αμηχανία, φλυαρία, κωμικούς αυτοσχεδιασμούς και πλήρη άγνοια του κινδύνου.
Αν, λοιπόν, έπρεπε να ορίσω το είδος της σημερινής κυβέρνησης με μια σύντομη φράση, θα την έλεγα κυβέρνηση αμφιθεάτρου―φοιτητικού αμφιθεάτρου σε ελληνικό πανεπιστήμιο, φυσικά. Αναφέρομαι στον μεγαλύτερο εκπαιδευτικό θεσμό του Υπαρκτού (εκτός από το καφενείο) που είναι επίσης και το μέγα φυτώριο της πλειονότητας των πολιτικών, κυρίως της Αριστεράς, από τη Μεταπολίτευση και έπειτα.
Η γοητεία της πολιτικής του αμφιθεάτρου είναι ότι, επειδή ασκείται στον αέρα (ρωτήστε τον παππού Αλέκο), δεν έχει συνέπειες στην πραγματική ζωή. Το πολύ πολύ να αποφοιτήσεις σε δέκα χρόνια (ρωτήστε τον πάλι). Στο αμφιθέατρο, μπορείς να δίνεις μάχες για τη σύνταξη ψηφισμάτων σχετικά με την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο (υπέρ, εννοείται), να τρως ξύλο και να ανοίγεις κι εσύ κεφάλια, να καταλαμβάνεις χώρους και να επιβάλλεις τον δικό σου νόμο, όλα αυτά δε χωρίς να έχουν κανένα αντίκτυπο στην πραγματικότητα. Δεν τη χρειάζεσαι την πραγματικότητα για να κάνεις τέτοια «πολιτική», αν το σκεφθείτε.
(Σύντομη παρέκβαση. Επειδή συχνά τον τελευταίο καιρό μάς αρέσει να συγκρίνουμε την περίοδο που διανύουμε τώρα με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να θέσω στην κρίση σας μια ομοιότητα. Αντίστοιχη της πολιτικής του αμφιθεάτρου ήταν η κατάσταση με τα κόμματα στη Γερμανία του Κάιζερ: η αντιπαλότητά τους δεν είχε όρια στη Βουλή, επειδή ολόκληρη η εκτελεστική εξουσία ήταν στα χέρια του Κάιζερ. Με αυτή την πολιτική και κομματική κουλτούρα προσπάθησε η Γερμανία την περίοδο της Βαϊμάρης και γι’ αυτό απέτυχε…)
Κατά τα λοιπά, ως χαρακτήρας σε αφήγημα ο παππούς Αλέκος είναι αξεπέραστος στην κατηγορία του! (Ο Βαρουφάκης είναι σε διαφορετική κατηγορία―μόνος του, φυσικά.) Σε κάνει να σκέπτεσαι πόσο αληθινή ήταν η ηθογραφία του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του 1950―στις καλές του στιγμές, εννοείται. Δυσκολεύεσαι να μην τον συμπαθείς κι ας βγαίνουν τρομακτικά πράγματα από το στόμα του. Τον νιώθεις άκακο κι ας είναι στην πραγματικότητα επικίνδυνος μέσα στην ισχύ του κυβερνητικού ρόλου του. Είναι, πώς να το πω; Οπως αν ξυπνήσεις μια νύχτα από ένστικτο και ανακαλύψεις τον παππού (ηρωικό μεν, αλλά ερείπιο) μέσα στην κουζίνα, με τη ρόμπα, να έχει πλακώσει τα τσίπουρα και να περιεργάζεται μια χειροβομβίδα. Σου κόβονται τα ήπατα, κατά το λεγόμενο, αλλά δεν πλημμυρίζεις από μίσος για αυτόν. Κατά κάποιο τρόπο τού αναγνωρίζεις το ακαταλόγιστο…
Ωραίος σαν Ελληνας
«Stick the finger to the Germans», δηλαδή «δείξτε το δάκτυλο στους Γερμανούς». Δεν είναι μόνο ότι στο επίμαχο βίντεο (γνωστό από διμήνου, αλλά από προχθές το έχουμε δει όλοι, φαντάζομαι…) ο Γιάννης Βαρουφάκης δείχνει το μεσαίο δάκτυλο της αριστεράς χειρός του στους Γερμανούς, είναι ότι το λέει κιόλας, ώστε να μην αφήσει αμφιβολία σε κανέναν στο ακροατήριο για αυτό που εννοεί.
Ωραίος σαν Ελληνας
«Stick the finger to the Germans», δηλαδή «δείξτε το δάκτυλο στους Γερμανούς». Δεν είναι μόνο ότι στο επίμαχο βίντεο (γνωστό από διμήνου, αλλά από προχθές το έχουμε δει όλοι, φαντάζομαι…) ο Γιάννης Βαρουφάκης δείχνει το μεσαίο δάκτυλο της αριστεράς χειρός του στους Γερμανούς, είναι ότι το λέει κιόλας, ώστε να μην αφήσει αμφιβολία σε κανέναν στο ακροατήριο για αυτό που εννοεί.
Ο θρύλος θέλει τη χειρονομία να προέρχεται από τους Αγγλους τοξότες στη μάχη του Αζενκούρ (1415), στον Εκατονταετή Πόλεμο. Υποτίθεται ότι οι Γάλλοι είχαν διαδώσει ότι θα κόψουν το μεσαίο δάκτυλο σε όσους τοξότες θα συνελάμβαναν, και εκείνοι, αψηφώντας την απειλή, απάντησαν με τη συγκεκριμένη χειρονομία. Την εκδοχή αυτή θεωρούν απίθανη οι ιστορικοί, καθώς την ωραία εκείνη εποχή ένας τοξότης που έπεφτε στα χέρια του αντιπάλου θα ήταν τυχερός αν τη γλύτωνε με μόνον ένα δάκτυλο λιγότερο: η συνήθης πρακτική τον 15ο αιώνα ήταν να τους σκοτώνουν επιτόπου, διότι ήσαν φτωχοί και ο νικητής δεν είχε ελπίδα να εισπράξει λύτρα για τη ζωή τους. (Δεν υπήρχε, βλέπετε, η έννοια του κοινωνικού κράτους τότε…)
Ας γυρίσουμε όμως στους ήρωες της εποχής μας, οι οποίοι είναι ο εξής ένας: ο Γιάννης Βαρουφάκης. Μην κοιτάτε περίεργα τη γραμματική μου· ποιητική αδεία το λέω, διότι ο Βαρουφάκης είναι πολλοί ήρωες συμπυκνωμένοι στο ίδιο πρόσωπο. Είναι λίγο από Τζέιμς Μποντ, λίγο από Λορίν Μπακόλ, λίγο από Σούπερμαν, λίγο από Αλίκη Βουγιουκλάκη, λίγο απ’ όλα σε μια σύνθεση μοναδική και, παρά τον γνήσιο κοσμοπολιτισμό του, τόσο βαθιά ελληνική.
Η ελληνικότητά του έλαμψε τη στιγμή που η γερμανική τηλεόραση έδειξε το βίντεο με το δάκτυλο κι εκείνος είπε: «Ποτέ δεν το έκανα εγώ αυτό, είναι προϊόν μοντάζ». Προσωπικώς, ένιωσα εκείνη τη στιγμή αυτό που ο ποιητής το λέει «ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών» του Υπαρκτού Ελληνισμού· και δάκρυσα, ενώ κάπου από το βάθος έρχονταν οι στριγκλιές των κλαρίνων και τα συναφή…
Του Στ. Κασιμάτη από την Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου