Προσθέτουν, μάλιστα, πως «είναι αυτονόητο ότι (αυτό) δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ερωτηθούν και χωρίς να συναινέσουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι». Αυτό που θέλουν να πουν, αλλά κρύβονται, είναι ότι προτιμότερο θα ήταν να βγούμε από το ευρώ και να υποτιμήσουμε. Γι’ αυτό ξεχνούν ότι κανείς δεν ρώτησε το λαό το 1983, 1985 και 1998!
Οπως δεν ρώτησαν ποτέ και κανέναν εργαζόμενο να διαλέξει μεταξύ δήθεν τιμαριθμικών προσαρμογών και της ουσιαστικής διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας. Οπως ποτέ δεν ρώτησαν όσους εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα γιατί πρέπει να πληρώνουν τόσο ακριβά το κράτος ή γιατί πρέπει να κοστίζει τόσο ακριβά το ηλεκτρικό ρεύμα, όταν η ΔΕΗ δεν πληρώνει ούτε τα νερά και τον λιγνίτη - άνθρακα που καίει ούτε τη μόλυνση που προκαλεί.
Εχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες από την είσοδό μας στην εντατική του Μνημονίου. Είχαν προηγηθεί τρεις προσπάθειες να επανέλθει ο «ασθενής» με ήπια και στοχευμένα φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση, τα περισσότερα μέτρα ίασης στόχευαν στη βαριά αρρώστια του κράτους. Ομως, όπως είχε υπογραμμίσει, από την πρώτη στιγμή που κάθισε στην καρέκλα του, ο Γιώργος Προβόπουλος, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο κίνδυνος ήταν και παραμένει το διπλό έλλειμμα.
Δίπλα στο δημοσιονομικό και σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του, έστεκε το τερατώδες έλλειμμα στις συναλλαγές μας με τις διεθνείς αγορές. Στα πρώτα μαθήματα οικονομικών μαθαίνει κανείς ότι ένα συνετό κράτος ανησυχεί όταν το εξωτερικό έλλειμμα μιας οικονομίας ξεπεράσει σε αναλογία το 5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Τι θα μπορούσε να συμβεί όταν το έλλειμμα αυτό έφτασε στο 15% του ΑΕΠ;
Αυτό ακριβώς που συνέβη: μια σπουδαία και μεγάλη υποτίμηση. Το 2011 είναι ο χρόνος κατά τον οποίο καλούμαστε να δώσουμε την πραγματική μάχη με αυτήν ακριβώς τη στρέβλωση. Μια προσεκτική ανάγνωση της έκθεσης του ΔΝΤ επί του αρχικού Μνημονίου, τον περασμένο Μάιο, δεν άφηνε περιθώριο παρεξηγήσεων. Η παράγραφος 11, στη σελίδα 8, με τίτλο «Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα βιώσιμο μοντέλο θα πάρει χρόνο», εξηγεί με ακρίβεια όσα θα ακολουθήσουν.
«Οι απαιτήσεις για τη δημοσιονομική προσαρμογή είναι μεγάλες και θα χρειαστεί να υποστηριχθούν για αρκετά χρόνια. Καθώς η οικονομία δεν έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε αλλαγή της νομισματικής ισοτιμίας για την επανεκκίνηση με αλλαγή των σχετικών τιμών, η Ελλάδα θα χρειαστεί να στηριχτεί στην εσωτερική υποτίμηση, μια διαδικασία, κατά κανόνα, μακρά και επώδυνη. Με δεδομένη μια μάλλον κλειστή οικονομία, οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι υποχρεωτικώς μεγάλοι, ενώ ο εξωτερικός τομέας είναι πολύ μικρός για να δώσει αναπτυξιακή ώθηση στηριγμένη στις εξαγωγές. Επιπλέον, το διεθνές περιβάλλον αναμένεται να παραμείνει, βραχυπρόθεσμα, ασθενικό, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την προσφορά θα χρειαστούν χρόνο για να εφαρμοστούν και να καρποφορήσουν».
Είναι χρήσιμο, για όσα θα ακούσουμε στο αμέσως προσεχές διάστημα, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τι κρύβει ο καθένας μας, πίσω από τις λέξεις. Υπάρχουν εκείνοι που προτείνουν την έξοδό μας από το ευρώ και, ακολούθως, την ανεξέλεγκτη υποτίμηση του νομίσματος που θα υιοθετήσουμε. Και υπάρχουν οι άλλοι που προτείνουν την ελεγχόμενη υποτίμηση, χωρίς αλλαγή νομίσματος. Η διαφορά είναι μεγαλύτερη απ’ όσο φαντάζεται κανείς. Η εσωτερική υποτίμηση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι δύσκολη για τους πολιτικούς, ηπιότερη για τους πολίτες και ασφαλέστερη για την χώρα. Η εξωτερική υποτίμηση είναι πηγάδι δίχως πάτο. Ισως, τελικά, να έπρεπε, πριν μπούμε στο ευρώ, να έχει ερωτηθεί ο λαός. Υπήρχαν και τότε, βουβές αλλά σοβαρές, αντιρρήσεις. Κάποιοι πιστεύουν ότι τώρα, με την πατρίδα στα γόνατα, έχουν δεύτερη ευκαιρία και ονειρεύονται πραξικοπηματικά δημοψηφίσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου