Η περίπτωση των ειδικών ταμείων έχει απασχολήσει πολλές φορές τη δημόσια συζήτηση, στα τελευταία είκοσι χρόνια. Τα «καλά επαγγέλματα» είχαν πάντοτε τη δική τους κύρια σύνταξη, τη δική τους επικούρηση, τους δικούς τους παροχείς υπηρεσιών υγείας. Επιπλέον, τις διοικούσαν οι ίδιοι, μέσω των ομοιοεπαγγελματικών σωματείων τους. Πρόκειται για μια τυπική συντεχνιακή οργάνωση. Διαπνέεται από τις αρχές της κάστας και, το χειρότερο, οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδικασίες θεωρούν αυτονόητο ότι η κοινωνία, στο σύνολό της, θα τους πληρώνει, ξεχωριστά από την όποια αμοιβή τους, ένα ειδικό τέλος συντήρησης των προνομίων τους.
Η σωματειακή κλειστή εκπροσώπηση ομάδων επαγγελματιών, συνήθως με παρόμοιες σπουδές, όπως οι νομικοί σύλλογοι για τους δικηγόρους, έχει ισχυρότατη νομική βάση. Από πρακτική άποψη, τα σωματεία διαχειρίζονται κρατικές αρμοδιότητες, τις οποίες το Κοινοβούλιο τις έχει παραχωρήσει κατ’ εξαίρεση προς τον γενικό κανόνα.
Διαχειρίζονται την άδεια άσκησης του επαγγέλματος και διαπραγματεύονται με τους πολιτικούς, για τα κλειστά τιμολόγια που αποτελούν την ελάχιστη αμοιβή τους. Ορίζουν μάλιστα τον κοινωνικό πόρο που θα απορροφούν τα δικά τους Ταμεία. Οι συναλλαγές αυτές αποτελούν την πηγή των σχέσεων διαπλοκής και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την έκταση της διαφθοράς.