Από τις τελευταίες ιταλικές εκλογές (Μάρτιος 2018) σχηματίζει κανείς την εντύπωση πως το Κομουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (PCI/KKI) έχει τεθεί εκτός νόμου. Πως έχει άγνωστο τόπο διαμονής η Αριστερά στην Ιταλία και ενδεχομένως να είναι τελείως άστεγη, γιατί δεν δέχεται κανείς- στην οικτρή κατάσταση που βρίσκεται-να την φιλοξενήσει. Επιπλέον, δεν φρόντισε να αφήσει μια «forward address» ώστε να την βρει κάποιος αν τυχόν το θελήσει. Το άσχημο όμως είναι ότι δε δίνει καν σημεία ζωής και όλοι υποπτεύονται το χειρότερο: ότι μας έχει αφήσει χρόνους. Άλλωστε τι να υποθέσει κανείς, όταν η Αριστερά έχει εξαφανιστεί από το ιταλικό κοινοβούλιο, από το 2008 κιόλας και μετά έχουν απομείνει μόνο κάτι κομμάτια και θρύψαλά της που συγκεντρώνουν ποσοστά τα οποία απαγορεύουν ρητά την είσοδό τους στη Βουλή.
Και δεν είναι μόνο η Ιταλία αλλά και η Γαλλία, χώρα με ένα κομουνιστικό κόμμα που έχει ιστορικό παρελθόν με αντιστασιακές περγαμηνές (οι Μακί) και τώρα είναι ανύπαρκτο. Και οι δύο προαναφερθείσες χώρες από την εποχή της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου έκαναν έντονα αισθητή την παρουσία τους στην πολιτική σκηνή και υπήρξαν-ως ένα βαθμό- αντίβαρο στην ψυχροπολεμική αντικομουνιστική υστερία που εγκαινίασε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν και συμμετείχε σε αυτήν σχεδόν όλη η Δυτική Ευρώπη
«Η Κόκκινη Μπολόνια»
To Κομουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ουσιαστικά δεν υπήρξε προλεταριακό κόμμα και απομακρύνθηκε οριστικά από την μαρξιστική ορθοδοξία από το τέλος της δεκαετίας του΄60 (γεγονότα Τσεχοσλοβακίας, 1968.) Από την περίοδο αυτή δεν είχε συγκεκριμένη στρατηγική εκτός από το να αποφεύγει συστηματικά την απομόνωση ώστε να μπορέσει να γίνει κόμμα εξουσίας, ως συνεργαζόμενο με άλλα κόμματα.
Αναλύοντας την τραγωδία της Χιλής ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Γ.Γ. του ΚΚΙ,/PCI (Partito Comunista Italiani) απέδωσε τους λόγους της αποτυχίας της μαρξιστικής ειρηνικής επανάστασης στην χώρα αυτή στο γεγονός ότι δεν επεδίωξε να σχηματίσει συμμαχίες με άλλα προοδευτικά κόμματα, ώστε ο μαρξιστής ηγέτης Αλλέντε να συγκροτήσει ένα ισχυρό αντιφασιστικό μέτωπο. Θα μπορούσε όμως αυτό το μέτωπο να συγκρατήσει την άρτια οργανωμένη στρατιωτική μηχανή του στυγνού δικτάτορα Πινοσέτ που ενισχύονταν ανελλιπώς από τις ΗΠΑ; Πολύ δύσκολο, ίσως και αδύνατο, εκτός- πράγμα πολύ απίθανο-αν επενέβαινε η Σοβιετική Ένωση. με άκρως απρόβλεπτες για την διεθνή ειρήνη συνέπειες.
Προφανώς όμως το PCI/ΚΚΙ ήταν πολύ μεγάλο κόμμα για να τεθεί στο περιθώριο (ευσεβής πόθος των ΗΠΑ). Επιπροσθέτως, είχε μια πολύ αξιόλογη κοινωνική παρουσία, μια σταθερή οργανωτική και εκλογική βάση και αρκετή ευελιξία και εξωστρέφεια ώστε να αποφεύγει τις αυτοκαταστροφικές τάσεις άλλων κομουνιστικών κομμάτων, όπως αυτών της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Πιο συγκεκριμένα, η βόρεια πόλη της Μπολόνια υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση καλής διακυβέρνησης, (buongoverno) που προκάλεσε πολύ ευμενή σχόλια στην Ευρώπη γενικά και στη Βρετανία ιδιαίτερα. Οι «Times» ειδικά αφιερώνουν άρθρο που παρουσιάζει τη Μπολόνια ωσάν μια πραγματική ευτοπία: ένας τόπος που διέπεται από κομουνιστική ιδεολογία και καπιταλιστικό σύστημα διακυβέρνησης
Η Μπολόνια υπήρξε μια πολύ ακμάζουσα πόλη με εξαιρετικά προηγμένη βιομηχανία και «κάρφος στον οφθαλμό» της χριστιανοδημοκρατικής συντήρησης γιατί έγινε υπόδειγμα χρηστής αυτοδιοίκησης και πόλη με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου όταν μεγάλο μέρος της Ιταλίας δοκιμαζόταν από μεγάλη φτώχεια..
Οι «συμβιβασμοί» του PCI/ΚΚΙ
Φαίνεται όμως πως οι Ιταλοί κομουνιστές αγνοούσαν την ελληνική ρήση «Πάσιν ανδάνειν χαλεπόν εστίν» και είχαν εμμονές με τους συμβιβασμούς,, ανεξάρτητα του κόστους που αυτό συνεπάγονταν, κάτι που χρειάστηκε να πληρώσουν πολύ ακριβά τελικά.
Στην εξωτερική πολιτική ο τρίτος κατά σειρά Γ.Γ. του κόμματος (ύστερα από τον Μπόρντιγκα και τον Γκράμσι) Παλμίρο Τολιάτι, παρά την αταλάντευτη σταλινική του θέση, είχε τονίσει κάποτε ότι η Ιταλία ανήκε γεωγραφικά στη Δύση και έπρεπε να «πορεύεται» αναλόγως, Κάνοντας τα λόγια του πράξη, ως Υπουργός Δικαιοσύνης, χορήγησε αμνηστία σωρηδόν σε δωσίλογους φασίστες που είχαν διαπράξει θηριωδίες σε βάρος Ιταλών δημοκρατικών πολιτών, μάλλον καθ’ υπόδειξη των ΗΠΑ και του Πάπα Πίου ΧΙΙ. Αυτό ήταν μια ενέργεια που η βάση του κόμματος ποτέ δεν συγχώρησε.
Ανάλογη ήταν και η συμπεριφορά του ευρωκομουνιστή ηγέτη Μπερλινγκουέρ σχετικά με τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ όπου το θεωρούσε «προστατευτική ομπρέλα» κάτω από την οποία έπρεπε να χωθούν όλοι οι Ιταλοί (για να προστατευθούν –ούτως ειπείν- από τον επίβουλον κομουνισμόν).
Ωστόσο όλοι ήξεραν τον αληθινό (καθαρά αντικομουνιστικό) ρόλο της νατοϊκής συμμαχίας και η εντύπωση που σχηματίστηκε ήταν πως ο Μπερλινγκουέρ ανέθετε στο λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Αλλά το μεγάλο του άνοιγμα ήταν αυτό που έκανε προς τον κύριο αντίπαλό του το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που κυβερνούσε ανελλιπώς από το 1944 έως την μεγάλη αποκάλυψη σκανδάλων του Μιλάνο-κυρίως την Tangentopoli . O τότε πρωθυπουργός και ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Αλντο Μόρο έκρινε σκόπιμο πως είχε έλθει πλέον το πλήρωμα του χρόνου για να αρχίσει μια συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυροτέρων κομμάτων της Ιταλικής Βουλής,, των Χριστιανοδημοκρατών και των Κομουνιστών. σε μια ειρηνική συνύπαρξη,
Το χαρακτηριστικό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος ήταν η ετερογενής υπόστασή του: ένα πολιτικό φάσμα που συμπεριελάμβανε από μετριοπαθείς Δεξιούς (θεοσεβούμενους Καθολικούς) έως μετριοπαθείς Αριστερούς, Το φάσμα κάλυπτε βιομήχανους, εργάτες, Καθολικούς, μικροαγρότες, νοικοκυρές, συνταξιούχους και μαγαζάτορες. Υπό αυτή την έννοια, ήταν αμφίβολο αν θα έπρεπε οι Χριστιανοδημοκράτες να επιδιώξουν συνεργασία με τους Κομουνιστές ή, να επιμείνουν στη συμφωνία συνεργασίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI), αποκλείοντας οιαδήποτε είδους συνεργασίας με τους κομουνιστές .Παρά ταύτα, ο Αλντο Μόρο είχε αντίθετη άποψη την οποία και επέβαλε, παρά τις έντονες αντιρρήσεις.
Για τη στροφή (svolta) που έκανε το ΚΚΙ κατέβαλε ένα μεγάλο τίμημα: την πλήρωσε με απώλεια του 1/3 των μελών του (από 1,5 εκατομμύρια μειώθηκαν σε 1. Μπορούσε, όμως να εκπροσωπεί ακόμα την Αριστερά αφού οι Σοσιαλιστές ακολουθούσαν μια φθνίνουσα πορεία λόγω της εμπλοκής τους στο σκάνδαλο της Tangentopoli.
H Κεντροαριστερά μέχρι τον Ρέντσι
Το ΄60 π4ου οι Χριστιανοδημοκράτες, ήταν το ισχυρότερο κόμμα στην ιταλική βουλή και τη γερουσία, άρχισαν να πειραματίζονται με συνασπισμούς, με άλλα μικρά κυρίως κόμματα γιατί το Κομουνιστικό Κόμμα δε μπορούσε να συμμετάσχει για στρατηγικούς λόγους. Από το 1956 έως το 1968 οι σοβιετικές δυνάμεις αποκαθιστούσαν την τάξη που είχε «διασαλευτεί» στην Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία, αντίστοιχα. Εκτός αυτού, τόσον αυτοί όσο και οι σοσιαλιστές (PSI) Θεωρούντο ακραία κόμματα !!!
Το 1958 ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Αμιντόρε Φανφάνι ανέλαβε την πρωτοβουλία να καλέσει τον συνεπή αντιφασίστα και μεγάλο αντιστασιακό Πιέτρο Νένι, ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, πρώην σύμμαχο του Τολιάτι, που κατόπιν όμως οι σχέσεις τους είχαν διαρραγεί, να συμμετάσχει σε έναν Κεντροαριστερό Συνασπισμό. Η μεταρρυθμιστική πλατφόρμα υιοθετήθηκε και από τον προοδευτικό Χριστιανοδημοκράτη Αλντο Μόρο που το 1964 σχημάτισε κυβέρνηση με το Νένι, ως Αναπληρωτή Πρωθυπουργό και μαζί εφάρμοσαν πολλές μεταρρυθμίσεις, όπως λ.χ. κρατικοποίηση του ηλεκτρικού ρεύματος και υποχρεωτική φοίτηση των παιδιών στα σχολεία ως το 14ο έτος.
Σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό κεντροαριστερών κυβερνήσεων θα παίξει (όχι πάντα θετικά, αλλά ανελλιπώς νεοφιλελεύθερα λόγω σχέσεών του με την Confindustria) και τη θητεία του στη Γκόλντμαν Σακς. Λίγο αργότερα ο πανεπιστημιακός (Il Professore) και Επίτροπος στην ΕΕ, Ρομάνο Πρόντι με την αντιλαϊκή πολιτική του γίνεται μία από τις αιτίες διάλυσης του Κόμματος Κομουνιστικής Επανίδρυσης (PRC).
Ο Πρόντι, πρώην Χριστιανοδημοκράτης και μετά Κεντροαριστερός και ιδρυτής της κίνησης «Η ελιά»,(l’ olivo) , υπήρξε το αντίπαλο δέος του αμφιλεγόμενου μεγιστάνα των ΜΜΕ -και όχι μόνον- που εκπροσωπούσε την Κεντροδεξιά παράταξη, του Σίλβιο Μπερλουσκόνι αλλά που είχε συμμαχήσει με την ξενοφοβική «Λέγκα (του Βορρά) καθώς και τη νεοφασιστική «Εθνική Συμμαχία».
Μια νέα εκδοχή «Κεντροαριστεράς» (Δημοκρατικό Κόμμα:PD) προκύπτει από το διαλυμένο PCI με το Ματέο Ρέντσι, πρώην Δήμαρχο Φλορεντίας, που ποτέ δεν είχε εκλεγεί βουλευτής, αλλά κατάφερε να αναρριχηθεί στην ηγεσία των Δημοκρατικών, και να γίνει πρωθυπουργός για μια τριετία, λόγω του δυναμισμού του, του νεαρού της ηλικίας του (μόλις 39 ετών) και της τηλεγένειάς του. Στην άνοδό του αυτή δεν χρησιμοποίησε πάντα έντιμα μέσα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις δολοπλοκίες κατά του προκάτοχού του πρωθυπουργού, Ενρίκο Λέτα όπου παρουσίασε την αποπομπή του ως εθνική επιτακτική ανάγκη διότι ήθελε ο ίδιος τον πρωθυπουργικό θώκο . Ο «πεντάστερος» Μπέπε Γκρίλο δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει «ασυνείδητο καριερίστα».
Αλλά στις εκλογές της 4ης Μαρτίου ο Ρέντσι υπέστη οδυνηρή ήττα καταλαμβάνοντας την 3η θέση μετά το Κόμμα των 5 Αστέρων και την ξενοφοβική Λέγκα. Είχε προηγηθεί και η ήττα του στο δημοψήφισμα για τη Γερουσία (40% υπέρ 60 κατά της πρότασης όπου ο Ρέντσι είχε προτείνει μείωση του αριθμού των μελών της και περιορισμό των αρμοδιοτήτων της). Το αστέρι του Ρέντσι άρχισε να δύει. Αλλά είναι άνθρωπος με άμετρη φιλοδοξία (είχε δηλώσει μετά παρρησίας πως ήταν έτοιμος να πάει από σπίτι σε σπίτι να ξανακερδίσει τις χαμένες ψήφους) και σαφώς δεν έχει πει τον τελευταίο του λόγο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα δυσκολευτεί να πείσει τη βάση ότι εκπροσωπεί την Κεντροαριστερά.
H Κεντροαριστερά στην Ιταλία υπήρξε χώρος πολιτικών και πολιτευόμενων μεταναστών: α) Οι πανικόβλητες πρώην κομουνιστικές χώρες μετανάστευσαν εκεί προτού πορευθούν ακροδεξιότερα β) Συντηρητικοί πολιτικοί που το κόμμα τους «ητύχησεν» (Πρόντι: από Χριστιανοδημοκράτης, Κεντροαριστερός κι αυτός ) και γ) Απολίτικοι που στην Κεντροαριστερά έβρισκαν ένα ασφαλές λιμάνι (Ρέντσι, ο «ανεξάρτητος»).
Η στάση του Ρέντσι τα τρία τελευταία χρόνια έχει ξενίσει πολλούς οπαδούς και φίλους του. Η Αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος είναι αγανακτισμένη από το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο οδηγείται κοντύτερα προς το Κέντρο και απομακρύνεται από την Αριστερά, Δέχετα δε δριμεία κριτική για την καταφανή ατολμία του να κάνει κάτι για τη νεολαία που έχει αρχίσει να
ξενιτεύεται, λόγω της αυξανόμενης ανεργίας, και το χειρότερο, δεν έχει προσπαθήσει να βελτιώσει την πάσχουσα οικονομία με το πανύψηλο χρέος: μόνον η Ελλάδα είναι σε χειρότερη κατάσταση από την Ιταλία στην Ε.Ε , ως προς το πρόβλημα αυτό.
Πάντως σε ό,τι αφορά την δημοτικότητα, του Ρέντσι το έγκυρο δημοσκοπικό «Ixe» αναφέρει ότι μόνον το 25% τον εμπιστεύεται έναντι του 35% που εμπιστεύεται τον διάδοχό του, Βάλτερ Βελτρόνι ο οποίος δεν είναι τόσο φανταχτερός, σε στιλ, όπως ο Ρέντσι, αλλά δείχνει τουλάχιστον πιο αξιόπιστος και πιο συμπαθής.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι Χριστιανοδημοκράτες και ο Μπετίνο Κράξι
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας (PSI) ο Νένι πρώτα το οδήγησε σε μια καθαρά αριστερή πορεία και συνεργάστηκε με τον Παλμίρο Τολιάτι σε σχηματισμούς κυβερνήσεων εθνικής ενότητας τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια . Υστερα όμως από τη ρήξη του με τους κομουνιστές για το θέμα της σοβιετικής εισβολής στη Ουγγαρία, το 1956, ο Νένι στράφηκε στο χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και σχημάτισε με αυτό κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως προαναφέρθηκε, Κεντροαριστερής απόχρωσης.
Ωστόσο ο μοιραίος πολιτικός για το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας υπήρξε ο Μπετίνο Κράξι. Εκλέχθηκε Γραμματέας του κόμματος τον Ιούλιο του 1976 όταν αυτό είχε συρρικνωθεί και η στρατηγική που έξυπνα υιοθέτησε ήταν «η γραμμή της εναλλακτικής», η δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού αριστερών κομμάτων με τους Χριστιανοδημοκράτες, ως αντιπολίτευση. Κυβέρνησε την Ιταλία από το 1903 έως το 1986(η μακροβιότερη κυβέρνηση στη χώρα)και τα κατάφερε αρκετά καλά τουλάχιστον στην αρχή γιατί μια δεύτερη περίοδο κυβέρνησης συνασπισμού(1986-87) δεν ήταν τόσο επιτυχής.
Ηδη από το 1963 ο Κράξι είχε εκλεγεί μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος αλλά είχε προκαλέσει πολλές αντιπάθειες κατηγορούμενος για αυταρχισμό και βοναπαρτισμό. Παρά ταύτα είχε επιτύχει να σταθεροποιήσει ένα αδύνατο κόμμα σε σημείο μάλιστα να καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας στο σχηματισμό ιταλικών κυβερνήσεων έχοντας κατορθώσει να πάρει μέρος από το 1979 έως το 1983 σε έξι κυβερνήσεις συνασπισμού
Τη δεκαετία του ΄70 παρά τη βία που ξέσπασε υπήρξε παράλληλα και οικονομική ανάκαμψη με πρωταγωνιστές τους Χριστιανοδημοκράτες αλλά και τους συγκυβερνώντες Σοσιαλιστές. Ενα νομοσχέδιο για την προστασία των εργατικών δικαιωμάτων έγινε πάραυτα νόμος το 1970 χάρη στο Τζιάκομο Μπροντολίνι, σοσιαλιστή, Υπουργό Εργασίας. Ο νόμος του ισχυροποίησε την εξουσία των συνδικάτων στα εργοστάσια. Εθεσε εκτός νόμου τις απολύσεις χωρίς δίκαιη αιτία και εγγυήθηκε το δικαίωμα το λόγου και του ελευθέρως συνέρχεσθαι.
Ορισμένες κατηγορίες εργατών που απολύθηκαν έλαβαν αποζημιώσεις σχεδόν όμοιες με τους μισθούς τους. Αρχικά αυτές οι αποζημιώσεις προορίζονταν για την Βόρεια Ιταλία που είχε πληγεί περισσότερο από το βίαιο «Καυτό Φθινόπωρο», αλλά σύντομα επεκτάθηκαν και σε άλλες κατηγορίες εργατών.
Μία σειρά από εργατικές μεταρρυθμίσεις κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα παρέσχον δικαιώματα στις πρωτοεισαχθείσες τοπικές αυτοδιοικήσεις να νομοθετούν σε χώρους, όπως τα δημόσια έργα, οι σχεδιασμοί πόλεων και η κοινωνική προστασία κ. ά.
Το 1975 πέρασε ένας νόμος που έδινε το δικαίωμα στους «πλεονάζοντες» εργαζόμενους να λαμβάνουν τουλάχιστον το 80 % του προ της απολύσεώς τους μισθούς
Όμως ο Κράξι δεν έγινε ποτέ συμπαθής στον Ιταλικό λαό και κατηγορήθηκε για αυταρχισμό και βοναπαρτισμό και όταν έγινε παγκοίνως γνωστή η εμπλοκή του στο σεισμικό σκάνδαλο της Tangentopoli, οργισμένοι πολίτες του πέταγαν κέρματα φωνάζοντάς του: «Μπετίνο, πάρε κι αυτά!». Η μεγάλη του επιτυχία ήταν πως χάρη στην ανάκαμψη της χώρας η Ιταλία μπήκε στους G7, στις 7 πλέον προηγμένες βιομηχανικές χώρες του κόσμου.
Καταδικάστηκε ερήμην γιατί στο μεταξύ είχε καταφύγει στην Τυνησία και πέθανε περιφρονημένος στις 19. 1. 2000 (είχε καρδιά και σάκχαρο που του προκάλεσε γάγγραινα στο πόδι ).
Κάποτε ο Μπερλινγκουέρ «σφυρίχτηκε» αποδοκιμαστικά και ο Κράξι ερωτήθηκε σχετικά. Η απάντησή του ήταν αρκούντως αυτάρεσκη: « θα έκανα και γω το ίδιο, αλλά δεν έμαθα να σφυρίζω».
Ο Κράξι υπήρξε ανέκαθεν φιλοδυτικός, αλλά επέδειξε θάρρος που προκάλεσε παγκόσμιο θαυμασμό στο επεισόδιο της θαλασσοπειρατείας στο υπό Ιταλική σημαία κρουαζιερόπλοιο «Ακίλε Λάουρο».(Ιούλιος 1986) . Σε επίθεση που υπέστη το κρουαζιερόπλοιο από τέσσερις Παλαιστινίους, ένας υπέργηρος επιβάτης σε αναπηρική πολυθρόνα σκοτώθηκε και πετάχθηκε στη θάλασσα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν έγινε έξω φρενών γιατί ο υπέργηρος ανάπηρος ήταν Αμερικανοεβραίος και απαίτησε την άμεση έκδοση των θαλασσοπειρατών. Ο Κράξι αρνήθηκε θαρραλέα επικαλούμενος το δίκαιο της θάλασσας: το πλοίο ήταν ιταλικό και το συμβάν έγινε σε ουδέτερο έδαφος. Ο Κράξι άφησε τους Παλαιστινίους ελεύθερους και αυτό εξόργισε τον Ρέιγκαν.
Το τέλος της ιδεολογίας
Η Αριστερά πήρε την κάτω βόλτα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού,(1989) , και η Αριστερή και κομουνιστική ιδεολογία δέχτηκε ένα θανάσιμο πλήγμα από το οποίο ποτέ δεν συνήλθε. Η εργατική τάξη έπαψε να ελπίζει και παρά την καλή της θέληση δεν μπόρεσε να πάει στον παράδεισο, ουδέ καθ’ ύπνους. Εμεινε μόνη χωρίς πιλότο σε πολύ φουρτουνιασμένες θάλασσες ή μάλλον για την ακρίβεια έπεσε στα λεπτεπίλεπτα χέρια του ωραιοπαθούς (και αντιπαθούς ακόμα και στην Αριστερά) Μάσιμο Ντ’Αλέμα, πρώην σκληροπυρηνικού κομουνιστή (Μαοϊκού;) και μετέπειτα θαυμαστή και υπέρμαχο του αμφιλεγόμενου «Τρίτου Δρόμου» των Μπλερ – Γκίντενς που έδωσε και το θλιβερό παρόν στον πόλεμο του Κοσόβου το 1999 αλλά και προέβη στην αθρόα ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων αφού αυτό αποτελούσε προαπαιτούμενο για την είσοδο της Ιταλίας στην περίβλεπτη ΟΝΕ. Ο ντ’ Αλέμα έσπρωξε με τη σειρά του- ύστερα από τον Οκέτο- την Αριστερά προς το μέρος του νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και ο άσπονδος φίλος του Ματέο Ρέντσι με αντεργατικούς νόμους που διευκόλυναν τους εργοδότες στις αθρόες απολύσεις εργατών.
Οι λέξεις κομουνισμός, κομουνιστικός, κλπ. έγιναν ταμπού και ανάθεμα και οι κομουνιστικές ηγεσίες πολλών χωρών δεν έχασαν χρόνο. Τις διέγραψαν οριστικά από το λεξιλόγιό τους, προτιμώντας, για το καλό τους, και ως καθόλου ασύμφορο, τη σοσιαλδημοκρατία, τη δημοκρατική Αριστερά και ό,τι άλλο τους έθετε εκτός κινδύνου, μακριά από τον αποδεδειγμένα αποσυνάγωγο πλέον κομουνισμό.
Κάποιες χώρες όπως η Κίνα, η Κούβα, η Βόρεια Κορέα κ.ά. που επέμειναν σταθερά στην παλιά ορθοδοξία και ορολογία θεωρήθηκαν BLR (Beyond local repair) και παραδείγματα προς αποφυγήν αλλά και εκείνες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να αποδείξουν ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν προς την αλήθεια. Ειδικότερα η Κίνα μετασχηματίστηκε σε ένα περίεργο κράμα κομουνισμού και επεκτατικού καπιταλισμού και το πείραμα επέτυχε άσχετα αν ο λαός υποφέρει και η ανθρώπινη ζωή έχει πλέον μηδενική αξία, όπου κύριος οίδε πόσες εκτελέσεις γίνονται. Ωστόσο, έρευνες που διεξήχθηκαν διατείνονται ότι η Κίνα έχει τώρα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από την Ιταλία. .
Αντίθετα οι πρώην χώρες του ανατολικού μπλοκ, βαθιά τραυματισμένες από τη χρόνια κακοδιαχείριση που τις μάστιζε και τις εξανάγκασε να περάσουν κάτω από τα καβδιανά δίκρανα ενός ανυπόφορα χαμηλού επιπέδου ζωής (αν και πολλοί τώρα το νοσταλγούν), μετά τα κοσμοϊστορικά συμβάντα του 1989 αφέθηκαν με εμπιστοσύνη στην αγκάλη ενός νεοφιλελεύθερου νεοκαπιταλιστικού μοντέλου που το εξέλαβαν ως σανίδα σωτηρίας και είναι πλέον ένθερμοι πολέμιοι του κομουνισμού, όπου κάποιες από αυτές τον έχουν θέσει εκτός νόμου.
Η Ιστορική διαδρομή της ιταλικής Αριστεράς
Προ της κομουνιστικής κατάρρευσης η Ιταλία είχε το ισχυρότερο κομουνιστικό κόμμα (PCI )στην Δυτική Ευρώπη. Καλά οργανωμένο, με θητεία έντιμη στην αυτοδιοίκηση γιατί σε κυβέρνηση δεν μπορούσε να συμμετάσχει εξαιτίας του εμπάργκο που του είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί από το 1947 και διήρκεσε μέχρι της χριστιανοδημοκρατικής κυβερνήσεως Αλντο Μόρο οπότε επήλθε «ο ιστορικός συμβιβασμός» (compromesso storico) με πρωτεργάτες το Μόρο και τον Γ.Γ. του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Η απόπειρα συμβιβασμού και το ενδεχόμενο συνεργασίας των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων όμως είχαν μια τραγική απόληξη όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν και στη συνέχεια εκτέλεσαν το Μόρο. Η ψυχρή δολοφονία του Αλντο Μόρο νοηματοδότησε και το τέλος του ουτοπικού ιστορικού συμβιβασμού και κατ’επέκταση την εις τα εξ ων συνετέθη διάλυση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος που λύγισε κάτω από το βάρος των χωρίς προηγούμενο σκανδάλων τής «Tangentopoli»(δωροδοκούπολη) το 1984.. ——
Η περίοδος 1989-1991 χαρακτηρίζεται από ατέρμονες συζητήσεις, αντεγκλήσεις και αμφισβητήσεις ως προς το θέμα της αλλαγής του ονόματος του κομουνιστικού κόμματος. Ο τότε ηγέτης του PCI Ακίλε Οκέτο έκρινε απαραίτητη την μετονομασία του Κόμματος και το μετασχηματισμό του σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ενώ στο Κογκρέσο του Ρίμινι το 1991 τον ανήγγειλε μετά πάσης επισημότητας. Τα 2/3 έκριναν σκόπιμη την αλλαγή ενώ ένα μαχητικό 1/3 αντέδρασε έντονα. Οι πρώτοι με ηγέτη τον Ντ’ Αλέμα θα μετονομαστούν σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς». Οι δεύτεροι ιδρύουν το « Κόμμα της Κομουνιστικής Επανίδρυσης». Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις της κομουνιστικής μπαντιέρας έχουν ως εξής τουλάχιστον σε αφορά τα λογότυπα:
1.Περίοδος 1921 (έτος ίδρυσης του PCI : KKI ) έως 1991(έτος διάλυσής του) η σημαία εμπεριέχει ένα τεράστιο σφυροδρέπανο με ένα άστρο ακριβώς πάνω από την κεφαλή του σφυριού. όπου και υπάρχει επίσης ένα μεγάλο χρυσό αστέρι και κάτω από το σφυροδρέπανο το αρτικόλεξο PCI.
2.Περίοδος 1991-1998. Ένα μεγάλο φουντωτό δέντρο (βελανιδιά) αντικατέστησε το μεγάλο σφυροδρέπανο και πλαισιώνεται από τις λέξεις Partito Democratico Della Sinistra:(Δημοκρατκό Κόμμα της Αριστεράς). Α, ναι στο κάτω μέρος του κορμού του δένδρου μια διακριτική μινιατούρα του σφυροδρέπανου.
3.Περίοδος 1998-2007. Το δέντρο έχει εξωπετάξει το σφυροδρέπανο και στη θέση του (ωστόσο δεξιότερα) έχει φυτρώσει ένα…κόκκινο ρόδο. Το δέντρο πλαισιώνεται από τις λέξεις:Democratici di sinistra (Δημοκρατικοί της Αριστεράς)
4. Τετάρτη περίοδος 2008-… Πλήρης καθιέρωσης του PD χωρίς τη «sinister» sinistra: τα αρχικά του Partito Democratico (PD) με ένα κλωναράκι. Στην τελετή ίδρυσης του κόμματος δεν τραγούδησαν βεβαίως την Τρίτη Διεθνή ούτε την Μπαντιέρα Ρόσα αλλά φυσικά το γλυκερό σουξέ της Τζούντι Γκάρλαντ Somewhere over the rainbow από την ταινία ο Μάγος του Οζ . Το συμφιλιωτικό σύμπλεγμα σοσιαλδημοκρατίας και PCI έχει ολοκληρωθεί, under the rainbow . Μια νέα εποχή αρχίζει με την οποία η Αριστερά ουδεμία σχέση έχει ή αν φαίνεται να έχει, είναι εντελώς συμπτωματική.
Συμπερασματικά το PCI αλλάζει τρεις ονομασίες για να διαγράψει ότιδήποτε το επιλήψιμο και μένει “partιto democraticο” (Δημοκρατικό Κόμμα) με μια καθόλου έμμεση αναφορά στο Αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα.
Οι φρούδες ελπίδες μιας επανίδρυσης
Πολλοί έθρεψαν τη αυταπάτη πως η «επανίδρυση» αποτελούσε μια ζωντανή ελπίδα για το μέλλον της κομουνιστικής Αριστεράς και τουλάχιστον καταρχάς έτσι έδειχνε το δυναμικό Κόμμα της Κομουνιστικής Επανίδρυσης (PRC: Partito Rifondazione Comunista). Φρούδες ελπίδες! Από επαναστατικό κόμμα που υποτίθεται πως ήταν, μετασχηματίστηκε σε κόμμα εξουσίας που ενέκρινε την αποστολή στρατευμάτων σε Αφγανιστάν και Λίβανο..
H κίνηση της κομουνιστικής επανίδρυσης συγκίνησε πολλούς συναισθηματικούς Ιταλούς που γρήγορα απογοητεύτηκαν: λάθη ως προς την οργάνωση και την ηγεσία του Κόμματος Κομμουνιστικής Επανίδρυσης:. Απόλυτη ανικανότητα, πολιτικός ερασιτεχνισμός και πρόχειρες κρίσεις. Οίηση και άγνοια. Γραφειοκρατικές μέθοδοι που οφείλονταν σε ταπεινές φιλοδοξίες «έμπιστων» -υποτίθεται- που δεν είχαν όμως τις απαραίτητες ικανότητες να οργανώσουν ένα κόμμα.
Στην πρώτη φάση η Επανίδρυση κατόρθωσε να εισέλθει στο επίκεντρο των εργατικών κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική των διαπραγματεύσεων των μεγάλων εργατικών ομοσπονδιών (CGIL:υπό κομουνιστικό έλεγχο και CISL υπό σοσιαλιστικό).
Πρόεδρος του Κόμματος Κομουνιστικής Επανίδρυσης εκλέχθηκε ο Αρμάντο Κοσούτα. Ο Κοσούτα υπήρξε συνιδρυτής της Κομουνιστικής Επανίδρυσης και ως στέλεχος του PCI είχε αντιταχθεί στη διάλυσή του. Λίγο αργότερα θα ενταχθεί στην Επανίδρυση. Κατηγορήθηκε πως έλαβε δύο εκατομμύρια δολάρια από τη Ρωσία. Πρόσθετα, το 1999 το όνομά του εμφανίστκε το όνομά του σε μια λίστα υπόπτων ως κατασκόπων της ΚΑ-ΓΚΕ-ΜΠΕ.
Ο Φάουστο Μπερτινότι, παλαιό στέλεχος του PCI/KKI που εντάχθηκε στην Κομουνιστική Επανίδρυση και εκλέχθηκε Γ.Γ. υπήρξε δεινός ρήτορας που κατακεραύνωνε το Πρόντι για την αντιλαϊκή πολιτική του της λιτότητας, της μαζικής ιδιωτικοποίησης και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του προς το Αφγανιστάν και το Λίβανο, αλλά στη Βουλή υπερψήφιζε αυτές τις πολιτικές προκαλώντας τη λαϊκή δυσφορία και οργή.
Ο Μπερτινότι διατήρησε την «ηγεσία» του κόμματος από 1994 έως το 1996. Εκτός από Γ.Γ. εκλέχθηκε και Ευρωβουλευτής. Εφόσον υπήρχε αφθονία Αριστερών κομμάτων είχε θητεία σε πολλά. Πρώτα πήγε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Κατόπιν στο Κόμμα Προλεταριακής Σοσιαλιστικής Ενότητας. Μετά στο PCI/KKE όπου συνεργάστηκε με την ομάδα Πιέτρο Ινγκράο εξέχοντος μέλους του κόμματος που έζησε 100 χρόνια και εντάχθηκε στην κομουνιστική νεολαία από τα δεκαπέντε του
Στις 9.10.1998 η κυβέρνηση Πρόντι πέφτει. Ηταν η δεύτερη σε διάρκεια μετά από αυτή του Κράξι στη μεταπολεμική περίοδο, μια κυβέρνηση όπου η ζωή της εξαρτιόταν από την Κομουνιστική Επανίδρυση για να έχει την πλειοψηφία. Ο κύριος λόγος της λόγος της πτώσης της ήταν οικονομικός. Ο Μπερτινότι ήταν πολύ δυσαρεστημένος διότι ο Πρόντι δεν τήρησε την υπόσχεσή του για 35ωρη εργασία εβδομαδιαία ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία. Επίσης, αρκετά κοινωνικά προγράμματα τα θεωρούσε πολύ ανεπαρκή.
Για τις πολύτιμες υπηρεσίες προσφερθείσες στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Πρόντι, ο Μπερτινότι θα εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
Η κομματική βάση απορεί και εξίσταται πώς ένα κόμμα, προϊόν του ΚΚΙ, στηρίζει τώρα ένα αστικό κόμμα, όπως η «ελιά» που εγκρίνει πρόσθετη αποστολή ιταλικά στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και αποστολή στρατού στο Λίβανο.
Πάντως συμμετέχουν πολλές αξιόλογες προσωπικότητες στην κυβέρνηση Πρόντι όπως οι Τζιάκομο Ναπολιτάνο, Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι από το Δημοκρατικό (πρώην Κομουνιστικό) Κόμμα καθώς και ο απηνής διώκτης των εμπλεκομένων σε αξιόποινες πράξεις δικαστικός Αντόνιο ντι Πιέτρο, ιδρυτής της κίνησης mani pulite («καθαρά χέρια»).
Δύο χρόνια αργότερα προκύπτει πρόβλημα δεδηλωμένης καθώς η επανίδρυση αίρει την εμπιστοσύνη της στον Πρόντι, φοβούμενη ότι θα έχει διαρροές προς άλλα κόμματα. Ηδη παρατηρείται μετακίνηση από την Επανίδρυση προς το Κόμμα των 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο. Η κυβέρνηση Πρόντι θα πέσει και αναλαμβάνει ο ντ’Αλέμα πρωθυπουργός. Πάντα προσεκτικός αφαιρεί από το λογότυπο του κόμματός του το σφυρί με το δρεπάνι κα το αντικαθιστά με ένα ωραίο κόκκινο τριαντάφυλλο. Το 2001 όμως ο Καβαλιέρε Μπερλουσκόνι ξαναχτυπάει και κερδίζει τις εκλογές. με τη Forza Italia, αλλά και τη σύμπραξη του Φρανκο Φίνι, ηγέτη της νεοφασιστικής Εθνικής Συμμαχίας αλλά και τον Ουμπέρτο Μπόσι, ηγέτη της ξενοφοβικής Λέγκας.(τότε του Βορρά).
Θλιβερά Συμπεράσματα
Από εδώ και πέρα αρχίζει η πτώση του Κόμματος της Επανίδρυσης αφού συμμετέχει στην αντιλαϊκή δεύτερη κυβέρνηση Πρόντι με τον Πάολο Φερέρο ως Υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης (17.5.2008). Ο Φερέρο υπήρξε ένα από τα δυναμικότερα και αξιολογότερα στελέχη του κόμματος της Επανίδρυσης.
Η Ιταλία βρίσκεται σε μια μακρόχρονη και πολιτικά επικίνδυνη κρίση. Το «αριστερό έλλειμμά της είναι δυσαναπλήρωτο και επιτείνει την κρίση. Αυτή τη στιγμή οι πρώην κομουνιστές άγονται όλο και δεξιότερα από τον «Κεντροαριστερό Ματέο Ρέντσι. Δεν υπάρχει πλέον κόμμα που να εκπροσωπεί την εργατική τάξη και αυτή νιώθει τόσο προδομένη που προκρίνει απολίτικα κόμματα σαν αυτό των 5 αστέρων ή ρατσιστικά σαν της Λέγκα.
Όσο για τη λεγόμενη Κεντροαριστερά, στο αγωνιώδες ερώτημα: «Μα που είναι;». ο Τομάσο Μοντανάρι, πρόεδρος της Liberta e Giusticia, («Ελευθερία και Δικαιοσύνη») μία think tank αριστερών αποκλίσεων απαντά: « Το αληθινό πρόβλημα είναι εάν καν υπάρχει.»
Εάν όντως δεν υπάρχει, τότε τι ψάχνουνε οι Ιταλοί;
Του Θ. Κακουριώτη στο Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλιά σας είναι πάντα ευπρόσδεκτα αρκεί:
Να μην είναι προσβλητικά , υβριστικά , ειρωνικά , άσχετα με το θέμα , η σεξουαλικού περιεχομένου.
Παρά το ότι ακόμα και τα ανώνυμα σχόλια είναι επιτρεπτά (αρκεί να μην παραβαίνουν τους παραπάνω κανόνες) καλό θα ήταν να σχολιάζετε με κάποιο nic ώστε να υπάρχει πιο προσωπική συζήτηση.
Από την Πρώτη Σεπτεμβρίου Ενεργοποιήθηκε το Moderation στα σχόλια αφού ελάχιστοι φανατικοί , προσπαθούν να κατεβάσουν το επίπεδο του Blog στο ύψος τους...
Γράφοντας σχόλιο σημαίνει την κατανόηση και την αποδοχή εκ μέρους σας των όρων.