Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Πάλι με την πλάτη στον τοίχο...

Δυο είναι τα βασικά προβλήματα-ερωτήματα , που έχει αυτή την στιγμή η κυβέρνηση, πέραν αυτών του προσφυγικού και της διαχείρισής του.

Πότε θα κλείσει η αξιολόγηση και κυρίως τι θα ζητηθεί γι αυτήν.

Και οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά απασχολούν (ή πρέπει να απασχολούν) όλους μας, γιατί από αυτές εξαρτάται ίσως πια και το μέλλον αυτής της χώρας, μέσα στο πολιτισμένο δυτικό κόσμο.

Ίσως σε κάποιους να φανεί ότι υπερβάλλω, ίσως ακόμα και ότι κινδυνολογώ. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι και μακάρι να ήταν.

Το πρόβλημα που υπάρχει αυτή την στιγμή είναι παρά πολύ μεγάλο και μάλιστα «διαρκείας».

Η κυβέρνηση επανέλαβε την ίδια τακτική που έκανε και το 2015 και μας οδήγησε κυριολεκτικά στα «βράχια».

Κλωτσούν το τενεκεδάκι πιο κάτω…

Στην Ευρώπη δεν θέλουν να ασχολούνται με την ελληνική υπόθεση. Τους είναι αρκετό να υπάρχει μία κυβέρνηση να εφαρμόζει τις όποιες συμφωνίες. Δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή αν βγαίνουν τα νούμερα ή αν θα ζήσουν οι ιθαγενείς. Το πρόβλημα όμως είναι αυτό ακριβώς: Δεν υπάρχει βιώσιμο πρόγραμμα, δεν υπάρχει ζωή σε αυτό τον πλανήτη…

Στην Αθήνα η κυβέρνηση σπεύδει να πιαστεί από το αξίωμα της χρησιμότητάς της  και να κτίσει την στρατηγική της πάνω σε αυτή την παραδοχή. Γι αυτό και τραβάει στα άκρα τις σχέσεις της με το ΔΝΤ, πιστεύοντας ότι στο τέλος θα αποσπάσει κάτι περισσότερο από το τίποτα που έχει τώρα στα χέρια της. Πιστεύει, δηλαδή, ότι η Ευρώπη δεν θα τολμήσει από την πλευρά της να τραβήξει κι αυτή το σχοινί κι ότι στο τέλος θα υποχωρήσει σε κάτι. Κι αν δεν υποχωρήσει; Δεν χάθηκε κι ο κόσμος! Τι είχαμε και τι χάσαμε…

Τα… μεταξωτά ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ: Από το «εθνικό έγκλημα» στον δρόμο του μεταξιού...

Η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ του ΤΑΙΠΕΔ και της κινεζικής Cosco έγινε ως γνωστόν μετά μεγάλων τυμπανοκρουσιών στο Ζάππειο, την Παρασκευή, 8 Απριλίου του σωτηρίου (λέμε τώρα) έτους 2016.

Κατά τον κ. Τσίπρα, ήταν μια «σημαντική ημέρα για τις ελληνοκινεζικές σχέσεις», που «δίνει μια πολύ σημαντική ευκαιρία οι μακραίωνες σχέσεις Ελλάδας και Κίνας να αποκτήσουν έναν αναπτυξιακό προσανατολισμό που θα συμβάλει ουσιαστικά στα συμφέροντα των δύο χωρών και των δύο λαών».