Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Το θέλουμε ή όχι το ΔΝΤ;

Θέλουμε  ή δεν θέλουμε τελικά να μετάσχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο  στον μηχανισμό οικονομικής βοηθείας στην χώρα μας.
 Γιατί η αλήθεια είναι ότι όλοι, ως έλληνες πολίτες, μάλλον έχουμε «χάσει τον μπούσουλα» που λέμε , με τα όσα η κυβέρνηση κατά καιρούς λέει.
 Βέβαια, δεν είμαστε μόνον εμείς που έχουμε «χάσει την μπάλα», αλλά και οι ξένοι που τα έχουν χάσει κυριολεκτικά. Γιατί, οι Ευρωπαίοι δεν ξέρουν τελικά  αν η ελληνική πλευρά θέλει να μετάσχει στις συζητήσεις (αρά και στις χρηματοδοτήσεις και στην τεχνική βοήθεια) το ΔΝΤ ή όχι.

Τώρα τσακώνονται με όλους τους δανειστές!

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών όσον αφορά στις σχέσεις μας με τους δανειστές δείχνουν πως η κυβέρνηση, στριμωγμένη, παρά τις ασκήσεις ψυχραιμίας και αυτοπεποίθησης, απεργάζεται νέα δεινά.

Αυτό δείχνει το καινούργιο θέατρο που έχει στηθεί, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ γράφει άλλο ένα κεφάλαιο στο ογκώδες «βιβλίο των ψεμάτων» του.

Ευρισκόμενοι σε μόνιμη προπαγανδιστική εκστρατεία, η οποία τους επιβάλλει να αναζητούν συνεχώς εξωτερικούς εχθρούς, τους οποίους εναλλάσσουν ανάλογα με τις ανάγκες τους, εδώ και μήνες πότε τα βάζουν με το ΔΝΤ εναντίον των Ευρωπαίων και πότε με τους Ευρωπαίους με σύμμαχο το ΔΝΤ.

Αυτή τη φορά, η κατάσταση είναι πολύ πιο ανησυχητική, διότι επιτίθενται συγχρόνως και στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους!

Μέσα σε λίγες μέρες κατάφεραν να προκαλέσουν κρίση στις σχέσεις με τη Γερμανία, με την κυβερνητική εκπρόσωπο να καλεί τον Γερμανό υπουργό των Οικονομικών να… αποκηρύξει το ΔΝΤ και τους κυρίους Τσίπρα και Παππά να επιμένουν πως δεν έχουν ζητήσει τη συμμετοχή του ΔΝΤ.

Στις 4 Δεκεμβρίου, από την Ιταλία, ο υπουργός Επικρατείας Ν. Παππάς, με δηλώσεις του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ansamed, είπε:

Η μπαρουταποθήκη θα σκάσει...

Το κακό είναι ότι στο τέλος ο καθηγητής με το αγγελικό πρόσωπο, ο δόκτωρ Σόιμπλε, έχει πάντα δίκιο! Το καλό είναι ότι οι Γερμανοί έχουν ήδη δώσει πολλά λεφτά για να αφήσουν το πλοίο να βυθιστεί αύτανδρο. Το κακό είναι ότι δώσαμε σε παιδιά σπίρτα και τα στείλαμε να φυλάξουν την μπαρουταποθήκη. Το πολύ κακό είναι ότι δεν είχαμε άλλους να στείλουμε. Άρα; Η μπαρουταποθήκη θα σκάσει...

Το να παρακαλάει κανείς να σκάσει η χώρα για να δικαιωθεί πολιτικά είναι βλακεία πρώτου βαθμού! Χειρότερα, συναγωνίζεται τον Ηλίθιο και τον Πανηλίθιο. Το να μην βλέπουμε, όμως, την πραγματικότητα, επειδή αυτή δεν μας αρέσει, είναι εξίσου κουτό. Η χώρα, δυστυχώς, πάει από το κακό στο χειρότερο. Και γι' αυτό δεν φταίει ούτε ο Σόιμπλε, ούτε η Μέρκελ. Φταίει ο λαϊκισμός του πολιτικού μας συστήματος και η επιμονή του ελληνικού λαού να πιστεύει ότι υπάρχει τρόπος να κάνουμε το τέλειο έγκλημα. Να μην πληρώσουμε τα οφειλόμενα!

Σ’ αυτή τη χώρα δεν καταλάβαμε τίποτα...

Προσπαθώ να γελάσω λίγο με αυτή την υπόθεση των Ελληνίδων φοιτητριών που εκδίδονται για μια τυρόπιτα κουρού. Αλλά δεν μπορώ ούτε να χαμογελάσω. Γιατί το ξένο μέσο ενημέρωσης δεν είναι κανένα της πλάκας. Και για να «φάνε» οι «Times» τέτοιο δημοσίευμα, πάει να πει ότι σιγά-σιγά έχει διαμορφωθεί πια σε ολόκληρο τον πλανήτη μια εικόνα της Ελλάδας ως «αποτυχημένου κράτους», μια εικόνα τριτοκοσμική, απόλυτης παρακμής, φτώχειας, δυστυχίας και διαφθοράς. Η αυτοθυματοποίηση της «γενοκτονίας» και της «ανθρωπιστικής καταστροφής» ήταν επιτυχής, ας μη θυμώνουμε τώρα με τους ξένους, ας θυμηθούμε τι κάναμε εμείς για να δημιουργηθεί αυτή η εικόνα.

Η διαχείριση των αποθεματικών...

Ο ​​μύθος με τα αποθεματικά που είχαν τα Ταμεία και «τα έφαγαν οι κυβερνήσεις και οι βιομήχανοι», στον οποίο αναφέρθηκα χθες, σκοντάφτει στο γεγονός ότι μέχρι το 1972 ο πληθωρισμός ήταν χαμηλότερος από την αμοιβή των καταθέσεων. Επομένως, δεν υπήρξε, εκείνη την περίοδο, απώλεια αποθεματικών.

Ομως, μήπως χρησιμοποιούσαν τα αποθεματικά για να δανείζουν τους βιομηχάνους; Οπως σε κάθε μύθο, έτσι και σ’ αυτόν υπάρχει μίτος αληθείας. Πράγματι, η σφριγηλή μεταπολεμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας υποστηρίχθηκε με πολλούς τρόπους από το κράτος. Υπήρξε αυτό κανόνας της οικονομικής πολιτικής όλων των κρατών της Δύσης και κύριο συστατικό της συνταγής των διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ. Ηταν μια σωστή συνταγή. Η ταχεία αύξηση του παραγόμενου πλούτου πολλαπλασίαζε εντυπωσιακά τα έσοδα των Ταμείων.