Μου συμβαίνει ένα ευχάριστο γεγονός το οποίο οδηγεί όμως σε δυσάρεστα συμπεράσματα. Όλη την εβδομάδα που μεσολαβεί μέχρι να γράψω αυτό το κείμενο, παρακολουθώ, διαβάζω μανιωδώς τα μέσα ενημέρωσης και κρατάω σημειώσεις. Εκατοντάδες σημειώσεις, δεκάδες σελίδες, τις οποίες διαβάζω και ξαναδιαβάζω συνεχώς. Τον τελευταίο καιρό, ενώ συνεχίζω να διαβάζω τον ίδιο όγκο πληροφοριών, παρατηρώ ότι δεν κρατάω σχεδόν καθόλου σημειώσεις. Ίσως μόνο τους τίτλους, τα γεγονότα.
Ο πρύτανης ζητάει να πληρωθούν οι μέρες της απεργίας που κράτησαν κλειστά τα πανεπιστήμια ένα εξάμηνο. Πλην του ότι κανείς λαϊκός αγωνιστής δεν αισθάνεται ντροπή να επιχορηγείται από το δημόσιο χρήμα ο αντιμνημονιακός του αγώνας εναντίον των δυνάμεων κατοχής, το ίδιο το γεγονός δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο. Το ξέρουμε, έχει ξανασυμβεί, ξέρουμε τις αιτίες. Δεν κρατάω σημειώσεις γιατί πια τα «ξέρω», τα έχω γράψει, επαναλαμβάνομαι. Κι αυτό είναι το δυσάρεστο συμπέρασμα, γράφουμε για τα ίδια προβλήματα γιατί αντιμετωπίζουμε πάντα τα ίδια προβλήματα. Βρισκόμαστε δηλαδή ακόμα στο 2010. Ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες αποδέχτηκαν την πραγματικότητα και προχώρησαν στη λύση του προβλήματος, εμείς συνεχίζουμε ακόμα να προσπαθούμε να βρούμε το κόλπο για να αρνηθούμε την πραγματικότητα, να μείνουμε εκεί που είμαστε πριν την κρίση. Αν είχαμε προχωρήσει, τώρα θα συζητούσαμε τα πραγματικά προβλήματα, πώς δηλαδή θα αλλάξουμε τη χώρα, με ποιους τρόπους θα αναπτύξουμε την παραγωγή, θα κάνουμε μια βιώσιμη, ανταγωνιστική οικονομία. Εκεί θα είχαμε πολλές διαφορετικές προτάσεις να εξετάσουμε, να βρούμε τις πιο προοδευτικές λύσεις, αυτές δηλαδή που θα αποφέρουν μεγαλύτερο όφελος για περισσότερους. Δεν συζητάμε αυτό. Συζητάμε πώς θα διατηρήσουμε το χρεοκοπημένο καθεστώς.