Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Μικρή, πικρή μου ΔΗΜΑΡ...

Το κυριακάτικο σημείωμα, λόγω της μεγαλύτερης κυκλοφορίας του φύλλου, οφείλει να είναι κάπως πιο je ne sais quoi εν σχέσει με το καθημερινό. Εχω επίγνωση – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την λαμβάνω υπ’ όψιν κιόλας. Τούτη τη φορά, όμως, προσέγγισα το πρόβλημα με έναν νέο τρόπο: «τι πραγματικά θα ήθελες να διαβάσεις εσύ την Κυριακή το πρωί», ρώτησα τον εαυτό μου.

Κάτι ανάλαφρο, θα ήθελα. Μια ιστορία με ήρωες πραγματικούς ανθρώπους, οι οποίοι θα κινούνται στα όρια του τραγικού και του κωμικού, με στιγμές βαθιάς γελοιότητας στην πορεία της εξέλιξής τους. Ενα μελόδραμα της Μεταπολίτευσης, που θα φέρνει κάπως σε αυτό που εγώ φαντάζομαι ότι είναι τα τούρκικα σίριαλ (και όχι απαραιτήτως αυτό που είναι, διότι τυγχάνει να μην έχω δει). Να μυρίζει σεβεντίλα: Πάκο Ραμπάν και ιδρωτίλα της προ Ρεξόνα εποχής. Χαίτη λασπωτήρα και ψηλοκάβαλο παντελόνι. Με λίγα λόγια, να έχει κάτι από αυτό το αηδιαστικό και το νοσταλγικό, που αισθάνεσαι όταν πετυχαίνεις αποτυχημένο σίριαλ της ΕΡΤ από τη δεκαετία του 1970 να προβάλλεται τα ξημερώματα. Και σε κάνει να σκέφτεσαι με φρίκη: σε τι απαίσια εποχή υπήρξα νέος, χωρίς να ξέρω τι σημαίνει να είσαι νέος. Με οκτώ λέξεις: θα ήθελα για Κυριακή πρωί τη γλυκιά, πικρή ιστορία της ΔΗΜΑΡ. Κλείνω τα μάτια, επικαλούμαι το πνεύμα της κυρίας Λένας Μαντά να με συνδράμει (εφόσον, ασφαλώς, η ίδια δεν το χρειάζεται – π.χ., αν κοιμάται την ώρα που εγώ γράφω αυτές τις γραμμές...) και ξεκινώ.


Είναι αλήθεια ότι όλοι ημείς οι Πουτσινισταί, βγάζουμε το μαντίλι μας και διακριτικά σφουγγίζουμε ένα δάκρυ στην τρίτη πράξη της Μποέμ, όταν η (φυματική, αλίμονο) Μιμή ανακοινώνει στον Ροδόλφο ότι τον αφήνει, αλλά, επειδή δεν τους είναι εύκολο να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον, συμφωνούν να μείνουν μαζί μέχρι την άνοιξη, γιατί «soli d’ inverno e cosa da morire». Μόνος τον χειμώνα είναι ανυπόφορο. Γι’ αυτό, λοιπόν, το καλοκαίρι είναι η εποχή των χωρισμών κάθε είδους. Ετσι, η αυστηρά ωσάν «αγέλαστος πέτρα» Κατερίνα Μάρκου τα βρόντηξε στη ΔΗΜΑΡ με ένα λιτό «dear John letter». Ο μπάρμπα Φώτης σάλεψε και τράβηξε μια κλωτσά (όχι κλωτσιά, αλλά κλωτσά – το τονίζω) στον γκρινιάρη, κουραστικό, απαιτητικό, «καρυοθραύστη» Ψαριανό και, επιτέλους, τον διέγραψε. Η κλωτσά ξύπνησε στον Ψαριανό τον Βασιλάκη Καΐλα. Παραπονέθηκε ότι ένιωσε σαν παιδί που το αρνήθηκε ο πατέρας του και το έδιωξε απ’ το σπίτι. Την ίδια ώρα, το πριγκηπόπουλο, ο Ανδρέας ο Παπαδόπουλος (πασόκος τιμής ένεκεν), έπαθε τραυματικό σοκ από τη σκληρότητα του πατέρα: παραιτήθηκε από όλα τα όργανα, πήγε δηλαδή στο παράθυρο και στάθηκε στην άκρη έτοιμος να πέσει μόνος του παρά να ατιμαστεί. Εν τω μεταξύ, ουδείς κατάλαβε για τι ακριβώς έφυγε η Κ. Μάρκου. Αλλά ούτε και ήταν απαραίτητο – πλην του μπάρμπα Φώτη και των στενών του φίλων, όλοι οι άλλοι ξέρουν ότι η ΔΗΜΑΡ πέθανε. Δυο τρεις μέρες αργότερα, αποχώρησαν και άλλα δέκα «στελέχη» του κόμματος με επιστολή τους. (Τόσο σημαντικά, ώστε στην ειδησεογραφία δεν αναφέρονταν τα ονόματά τους...)

Αν ο ρόλος του μπάρμπα Φώτη ήταν για έναν Κούρκουλο, στο σημείο αυτό ο μπάρμπα Φώτης θα έβγαζε την πίκρα του χορεύοντας μια ζεμπεκιά, με το τσιγάρο πιασμένο στην άκρη των χειλιών. Είναι ρόλος για Λαυρέντη Διανέλλο, όμως, οπότε σκηνή με ζεϊμπέκικο δεν υπάρχει. Πάει στην ταβέρνα και τα κουτσοπίνει (λέξη με ασαφές νόημα στην αντίληψή μου, αλλά ταιριαστή αισθητικά με τον μπάρμπα). Πονάει βαθιά μέσα του ο μπάρμπα Φώτης για το παιδί του, τον Γρηγόρη, που το αρνήθηκε. (Εδώ υπάρχει χώρος για έναν τραγικό μονόλογο του πρωταγωνιστή, επάνω στο διαχρονικό θέμα «κακούργα κοινωνία». Θα μπορούσε να περιέχει και αναφορές στο καβαφικό «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου», που έχει πέσει και στις πανελλήνιες ως θέμα...)

Αν ο κόσμος ήταν όπως τον ονειρεύεται η καθωσπρέπει Αριστερά του μπάρμπα Φώτη –που έχει και παραέχει γνώμη για τα πράγματα, αλλά δεν θέλει την ευθύνη που πάει μαζί με τη γνώμη– μετά από κάποια επεισόδια στην πλοκή αυτού του βαρετού και ηλίθιου δράματος, όλα θα τελείωναν με τη ΔΗΜΑΡ ενωμένη ξανά στο «Ντόλτσε», να ρουφάνε απολαυστικά τον εσπρέσο τους και να «συλλογούνται» το μέλλον της Αριστεράς. Αλλά τα ψεύτικα happy endings δεν πουλάνε σήμερα. Χρειάζεται κάτι πιο ρεαλιστικό, για να γίνει πιστευτό. Οπότε, φαντάζομαι τον μπάρμπα Φώτη, μετά το ταβερνείο, να μπαίνει σε ένα μπαρ για να ξαναφτιάξει το κόμμα από την αρχή με νέους ανθρώπους. Πουκαμισάκι βουάλ κοντομάνικο με γραβατούλα, το σακάκι στον ώμο και μπαίνει στο μπαρ. Βολεύεται στρατηγικά, με την πλάτη να στηρίζεται στην μπάρα, δίπλα σε μια παρέα με νέα παιδιά και παραγγέλνει από τον μπάρμαν ένα Νεγκρόνι. (Σ. σ.: κοκτέιλ των sixties – κανείς δεν ξέρει πια πώς φτιάχνεται, αλλά αυτός το παραγγέλνει). Αργά αργά, όσο αργά και βαρετά ξέρει μόνο αυτός, στρέφεται προς το μέρος των νέων και, φορώντας το καλύτερο χαμόγελό του, τους λέει: «Λοιπόν, τι άλλα νέα;».

Η ταινία θα πρέπει να κλείνει κάπου εδώ, ώστε το τέλος να μένει ανοικτό, για να αποφασίσει μόνος του ο θεατής το μέλλον του ήρωα, ανάλογα με τα συναισθήματα που του έχει αφήσει η ταινία. Αν θέλουμε να δώσουμε μια στροφή προς το weird (κάπως σε Breaking Bad), βάζουμε τον μπάρμπα Φώτη να τρώει μια έκλαμψη κατακέφαλα και να αποφασίζει να πλησιάσει τους νέους κάνοντας το διδακτορικό του. Υποβάλλει το θέμα του («Το νόημα του Επέκεινα στο έργο του Δημητρίου Λουδοβίκου Ραϋμόνδου κ.λπ. Αβραμοπούλου») στον καθηγητή φιλοσοφίας Πελεγρίνη, ο οποίος και αναλαμβάνει ασμένως την εποπτεία του. Finis. Exeunt omnes.

Του Στ. Κασιμάτη από την Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλιά σας είναι πάντα ευπρόσδεκτα αρκεί:

Να μην είναι προσβλητικά , υβριστικά , ειρωνικά , άσχετα με το θέμα , η σεξουαλικού περιεχομένου.
Παρά το ότι ακόμα και τα ανώνυμα σχόλια είναι επιτρεπτά (αρκεί να μην παραβαίνουν τους παραπάνω κανόνες) καλό θα ήταν να σχολιάζετε με κάποιο nic ώστε να υπάρχει πιο προσωπική συζήτηση.

Από την Πρώτη Σεπτεμβρίου Ενεργοποιήθηκε το Moderation στα σχόλια αφού ελάχιστοι φανατικοί , προσπαθούν να κατεβάσουν το επίπεδο του Blog στο ύψος τους...

Γράφοντας σχόλιο σημαίνει την κατανόηση και την αποδοχή εκ μέρους σας των όρων.