Πρωτοχρονιά. Και το 2011 προαγγέλλεται από όλους ως το κρισιμότερο στη βαθιά οικονομική, αλλά και κοινωνική, κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα. Στη δίνη του ασυγκράτητου κατήφορου έχουν περιέλθει και τα ΜΜΕ.
Και αυτών το αδιέξοδο είχε προδιαγραφεί πριν από πολλά χρόνια, καθώς η ηλεκτρονική ενημέρωση μέσω του επαναστατικού Διαδικτύου προδιέγραφε τη θανάσιμη συρρίκνωση της έντυπης ενημέρωσης, αφού προηγήθηκε η υπονόμευση από την τηλεόραση.
Για την κρίση στον Τύπο έχετε ήδη διαβάσει πολλά στο «Βήμα», που κι αυτό υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε ηλεκτρονική πληροφόρηση τις καθημερινές. Ευτυχώς κυριαρχεί στην κυριακάτικη έκδοσή του. Και μάλιστα με μια έκπληξη που μου επεφύλαξε η συνάδελφος Δέσποινα Αλεφραγκή από την πανέμορφη πάντα Σαντορίνη. Ιδού αποσπάσματα από το κείμενο έκπληξη:
« Εμείς στο σπίτι, λόγω περιορισμού εισοδημάτων, σκεφθήκαμε το εξής: Αγοράζουμε το αγαπημένο μας “Βήμα” κάθε Κυριακή και το μοιραζόμαστε αναμεταξύ μας καθ΄ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Την Κυριακή το διαβάζω πρώτη εγώ ως δημοσιογράφος. Την ίδια ημέρα διαβάζει τα περιοδικά και τα ένθετα ο σύντροφός μου. Τη Δευτέρα παίρνω την εφημερίδα στη δουλειά και τη διαβάζουν δύο συνάδελφοί μου. Τη μισή ο ένας, την υπόλοιπη ο άλλος. Την Τρίτη μού την επιστρέφουν και τη μισή τη δίνω στην κουμπάραμου, την υπόλοιπη στην κουνιάδα μου.
Τετάρτη πρωί (και αφού την έχουν διαβάσει εναλλάξ) μου την αφήνουν έξω από την πόρτα. Την παίρνω μαζί μου και στην επιστροφή από τη δουλειά την αφήνω στονκυρ Γιώργο που με τη σειρά του τη δίνει στον κυρ Θανάση και τη γυναίκα του. Την Πέμπτη το πρωί την ξαναπαίρνω και την πηγαίνω στην κυρία Τασία που περιμένει πώς και πώς να διαβάσει Πρετεντέρη γιατί είναι φαν του. Το απόγευμα η κυρία Τασία τη δίνει στην κυρία Μαρία που μένει δίπλα και που της αρέσουνε τα οικονομικά,γιατί απορία το έχει πώς τόσοι σοφοί άνθρωποι χρεοκοπήσανε τη χώρα. Διαβάζει για να μάθει. Την Παρασκευή το πρωί με το καλό, η εφημερίδα εγκαταλείπει τη Σαντορίνη και μπαρκάρει για Αθήνα. Στον Πειραιά, την παραλαμβάνει με συγκίνηση ο πατέρας μου και τη μεταφέρει στην πλατεία Αμερικής για να τη διαβάσει με την ησυχία του μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. “Για τον βασιλιά γράφει τίποτα;”, ρωτά με αγωνία η γιαγιά (90 πατημένα). “Ποιον βασιλιά, ρε γιαγιά. Πλάκα μάς κάνεις; Εδώ έχουμε κατοχή...”, οικονομική ήθελε να πει, αλλά δεν πρόλαβε ο γαμπρός της γιαγιάς γιατί εκείνη άρχισε να φωνάζει “Κάτω η Γερμανία”. Περί το απόγευμα της ίδιας ημέρας η εφημερίδα κατεβαίνει κάτω, σε ένα πολύτεκνο ζευγάρι από την Κένυα που, αν και έχουν δορυφορική κεραία για να μαθαίνουν τα νέα της χώρας τους, δείχνουν ενδιαφέρον και για τα νέα της Ελλάδας, ειδικά από τότε που πήρανε κι αυτοί χαμπάρι σε τι σόι χώρα... αφρικάνικη μετακομίσανε. Η εφημερίδα στους γείτονες αλλοδαπούς φαίνεται χρήσιμη και για άλλες χρήσεις μιας και τυλίγουν σε αυτήν διάφορα μικροαντικείμενα που πουλάνε στις λαϊκές αγορές. Εν συνεχεία, Σαββάτο πρωί, η εφημερίδα, ό,τι έχει απομείνει από τους αλλοδαπούς δηλαδή, (αλλά ποτέ το ένθετο για την Τέχνη!) περνάει από τον τσαγκάρη της γειτονιάς που ορισμένοι τον λένε και φιλόσοφο, ο οποίος αφού διαβάσει ό,τι είναι να διαβάσει την πετάει στον κάδο για την ανακύκλωση του χαρτιού. Με τη μέθοδο αυτή τής χέρι με χέρι ανακύκλωσηςέχουμε κάνει οικονομία τουλάχιστον 28 ευρώ».
Μεταξύ πικρού χιούμορ και γόνιμης φαντασίας προκύπτει όχι μόνο η ανεκτίμητη αξία της εφημερίδας μας, αλλά και μια πρόσθετη εξήγηση της κορυφαίας θέσης της και σε κυκλοφορία αλλά και σε αναγνωσιμότητα.
Του Γ. Μαρίνου από το ΒΗΜΑ
Μήπως σας περισσεύει καμιά σελίδα, κυρία μου, μετά τον κύκλο που διαγράφει, εννοείται, για προσάναμμα στο τζάκι μου;Γιατί εμείς εδώ στην επαρχία έχουμε καταργήσει το καλοριφέρ, βοηθόντος και του ήπιου Χειμώνα! Πάσα προσφορά δεκτή με προτίμηση στις οικονομικές στήλες!
ΑπάντησηΔιαγραφή