Εγραφα πριν από 20 χρόνια σ' αυτή τη στήλη: «Ολοι συνιστούν τον διάλογο για την επίλυση των προβλημάτων που εκάστοτε ανακύπτουν και προκαλούν κοινωνική αναταραχή. Τι συνιστά όμως διάλογο; Ο κοινός νους απαντά ότι η κάθε πλευρά εκθέτει τα επιχειρήματά της και η μία πείθει την άλλη ή και οι δύο πλευρές, πάντα καλοπίστως και με αμοιβαίες υποχωρήσεις, προσπαθούν να συναντηθούν κάπου στη μέση. Δυστυχώς εδώ στην Ελλάδα διάλογος έχει καταντήσει να σημαίνει δύο μονολόγους μεταξύ κωφών. Μάλιστα προτού αρχίσει κατά κανόνα δηλώνουν η μία ή καμιά φορά και οι δύο πλευρές ότι αυτά που ζητούν ή δέχονται είναι αδιαπραγμάτευτα. Οπότε φυσικό είναι να μην υπάρχει περιθώριο αμοιβαίων υποχωρήσεων και επομένως συνεννοήσεως.
Το άκρως απαράδεκτο και επικίνδυνο είναι όταν η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, για να ηρεμήσει κάποια διαμαρτυρόμενη τάξη, διεξάγει (νεοελληνικό) διάλογο, δηλαδή ακούει τα διάφορα «αδιαπραγμάτευτα» αιτήματα των όποιων τάξεων την πιέζουν, υπόσχεται κάποιες ρυθμίσεις και χρονοδιάγραμμα εφαρμογής και μετά πετάει σε κάποιο συρτάρι αυτά που έχει συμφωνήσει και που συνήθως είναι μη πραγματοποιήσιμα ή ασύμφορα για τον τόπο ελπίζοντας ότι οι αιτούντες θα ξεχάσουν τις υποσχέσεις της. Φυσικά οι τελευταίοι δεν ξεχνούν τίποτα και μόλις συμπληρώνονται οι προθεσμίες και δεν έχει γίνει τίποτα και αφού οι υπομονετικότεροι συμφωνήσουν σε κάποιες λογικές παρατάσεις, εύλογα εξαγριωμένοι πια επανέρχονται στη χρησιμοποίηση των βίαιων κινητοποιήσεων.