«Στο καλό πουλί μου, στο καλό. Σε στέλνει η Ελληνίδα του Σαράντα», γράφει ο Δημήτρης Σιατόπουλος για έναν δεκανέα πυροδότη που συνήθιζε έτσι να ξεπροβοδίζει τα βλήματά του. Στο μεγάλο προσκλητήριο της Πατρίδας δεν έδωσαν το «παρών» μόνο οι γιοι της, αλλά και οι θυγατέρες της.
Αλλά και ο Τίμος Μωραϊτίνης μια γυναίκα, τη Δέσπω, που κουβαλούσε στάμνες με νερό στους πολεμιστές, ύμνησε:
«Βόλι την βρίσκει στην καρδιά φαρμακωμένο/πέφτει με τσακισμένο το κορμί/και το σταμνί σπασμένο. Τι θέλεις, πες και θα σου δώσω ό,τι μπορώ/ της λέει ο Στρατηγός. Και κείνη του απαντάει/Μια στάμνα για να πάω νερό/ και ξεψυχάει».
Κοντά στις γυναίκες της Πίνδου και οι γυναίκες του Αώου. Εκείνες που βούτηξαν στα ορμητικά νερά του ποταμού και σφιχταγκαλιασμένες σχημάτισαν με τα κορμιά τους πρόχωμα, που ανέκοψε το απότομο και παγωμένο ρεύμα, διευκολύνοντας τους σκαπανείς να επισκευάσουν τη γέφυρά του.